- τροφοπενία
- η, Ν(φυτοπαθολ.) ασθένεια που προκαλείται από την έλλειψη στο έδαφος ή στο θρεπτικό υπόστρωμα, ή ακόμη από την ύπαρξη σε μη αφομοιώσιμη μορφή, ενός ή περισσότερων από τα θρεπτικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διατροφή ενός φυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή + πενία].
Dictionary of Greek. 2013.